- νυστέρι
- τομαχαίρι, όργανο χειρουργικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυστέρι — Χειρουργικό μαχαιρίδιο που χρησιμοποιείται για την τομή των ιστών. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα αρχαιότερα ιατρικά εργαλεία είναι γνωστές ακριβείς περιγραφές του από τη χειρουργική των αρχαίων Ελλήνων και των Ινδών. Ν. βρέθηκαν και στις… … Dictionary of Greek
νυστεριά — η [νυστέρι] τομή με νυστέρι … Dictionary of Greek
εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… … Dictionary of Greek
οξυβελής — ὀξυβελής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή 2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια 3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.) 4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη 5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)… … Dictionary of Greek
σχαστήριο — το / σχαστήριον, ΝΜ νεοελλ. ναυτ. τετραγωνικό, ξύλινο ή μεταλλικό, τεμάχιο που διαπερνά το επιστήλιο κοντά στη βάση του και τό συγκρατεί στο θωράκιο, κν. κασκαβάλι μσν. είδος χειρουργικού μαχαιριδίου, νυστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα τήριον … Dictionary of Greek
χειρουργόψαρα — τα, Ν ζωολ. κοινή ονομασία περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τών οικογενειών ακανθουρίδες και ζαγκλίδες, ονομασία που οφείλεται στο γεγονός ότι τα ψάρια αυτά έχουν ένα ζεύγος κοφτερών, σαν νυστέρι χειρουργού, αγκαθιών στον μίσχο τού ουραίου πτερυγίου … Dictionary of Greek
μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)